βαρκαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρκαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρκαρίζω Κύπρ. βαρgαρίζω Κύπρ. βαργαρίζω Κύπρ. γαρκαρίζω Κύπρ. 'αρκαρίζω Κύπρ.
Ετυμολογία
βαρκαρίζω Κύπρ. βαρgαρίζω Κύπρ. βαργαρίζω Κύπρ. γαρκαρίζω Κύπρ. 'αρκαρίζω Κύπρ.
Σημασιολογία
Κατατρύχομαι ἀπὸ βαρεῖαν νόσον, κατάκειμαι βαρέως ἀσθενής: Ἔει πολ-λὺν ταιρὸν ποῦ γαρκαρίζει τ’ ἔν μπορεῖ νὰ συχωρεθῇ (ν᾽ ἀποθάνῃ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA