ἀντιπαθῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπαθῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιπαθῶ λόγ. κοιν. ἀντιπαθάω Παξ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν ἀντιπαθῶ.
Σημασιολογία
Ἔχω ἀντιπαθειαν, αἰσθάνομαι ἀποστροφὴν πρός τινα: Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τὸν ἀντιπαθῶ. Αὐτὸς ἀντιπαθεῖ ὅλον τον κόσμο. Ἀντίθ. συμπαθῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA