ἀντιπαλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπαλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιπαλεύω Παξ. ΔΣολωμ. 4 ΑΜαρτζώκ. Γούμενος 10 ἀντιπαλεύκω Κύπρ. Μέσ. ἀντ᾽παλεύουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. παλεύω.
Σημασιολογία
1) Παλαίω, ἀγωνίζομαι, ἀνταγωνίζομαι ἔνθ’ ἀν. : Ἀντιπάλεψε μὲ τόσα θεριˬὰ καὶ τά ᾿βγαλε πέρα Παξ. || Ποιήμ. Ναί, ἀλλὰ τώρᾳ ἀντιπαλεύει | κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή, ποῦ ἀκατάπαυστα γυρεύει | ἣ τὴ νίκη ἢ τὴ θανὴ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Βαθε͜ιὰ ’ναι ἡ νύχτα | καὶ τὰ στοιχεῖα ἀντιπαλεύουν μ᾽ ἄγρια μανία ΑΜαρτζώκ. ἔνθ’ ἀν. β) Παλαίων καταβάλλω, ὑπερνικῶ Παξ. Ἀντιπαλεύει τὴ φτώχε͜ια μὲ τὴ δουλε͜ιά του. 2) Μέσ. Διαγωνίζομαι, ἀνταγωνίζομαι πρός τινα Στερελλ. (Αἰτωλ.): Αὐτοὶ ἀντ᾽παλεύουντι͵ οὑ ἕνας π᾿λάει ’γώτιρου ἀπ᾿ τοὺν ἄλλουν. Ἀντ᾽παλεύκαμι͵ ἀλλὰ σ᾽ ἔβαλα κάτ᾿ (ἀντ᾽παλεύκαμι = ἀντιπαλευτήκαμε).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA