ἀντιπαντρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιπαντρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιπαντρεύω ἀμάρτ. Μέσ. ἀντιπαντρεύομαι Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. παντρεύω.

Σημασιολογία

Ἔρχομαι εἷς δεύτερον γάμον: Ἐπόθανεν ἡ πρώτη του, ᾿υναῖκα τσ᾽ ἀντιπαντρεύτηκε. || ᾎσμ. Ὠσ’ του καὶ τὸ τζωνάριν μου τὸ χρυσοκεντημένο καὶ πὲ του ν’ ἀντιπαντρευτῇ νὰ μὴν κακοεράσῃ (Ὠσ’ = δῶσε). Συνών ξαναπαντρεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/