ἀντιπάτημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπάτημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιπάτημα τὸ, ἀμάρτ. ἀντ’πάτ’μα Στερελλ.(Αἱτωλ.) ἀτσ’πάτ’μα Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. πάτημα.
Σημασιολογία
1) Βάδισις ἀσταθής, ἐλαττωματική, χωλότης Στερελλ. (Αἰτωλ.): Αὐτὸ τ᾽ ἀντ᾽πάτ᾿μα πὄεις ’ς τοὺ διξὶ πουδάρ᾽ σ᾽ μὶ κά’ νὰ σκάσου. 2) Ἐναντίωσις, ἀνταγωνισμός, ἐν δημοπρασίᾳ Σάμ. : Ἔκαμα μιγάλου ἀτσ’πάτ᾽μα ’ς τ᾽ δημουπρασία. 3) Προσπάθεια, ἀγὼν Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA