ἀντίπερα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίπερα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀντίπερα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀντίπεραν Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) ἀντιπέρα Κάρπ. ἀντίπιρα Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ.) ἀντιπιροῦ Θρᾴκ. (Αἶν.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀντίπερα. Ἰδ. Ἡσύχ.

Σημασιολογία

Πέραν, ἀντιπέραν, εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην ἢ ἀκτὴν καὶ καθόλου εἰς τὸν ἀπέναντι τόπον, τὸν ὁποῖον βλέπομεν ἢ δεικνύομεν ἣ καὶ νοοῦμεν συνήθως μετὰ τοῦ πέρα: Πέρασα ἀπ᾿ τὴ Βοστίτσα ἀντίπερα ᾿ς τὴ Ρούμελη Πελοπν. (Αἴγ.) Θὰ πιράσου ἀντίπιρα ’ς τοὺ πουτάμ’ Στερελλ. (Ἄμφ.) Ἐπεράσαμες ἀντίπεραν τοῦ ποταμοῦ Πόντ. (Κοτύωρ.) Τὰ βόιδα εἶναι ἀντίπερα ᾿ς τὸ καταρράχι Πελοπν. (Μάν.) || ᾎσμ. Ποτάμι, γιˬὰ λιγόστεψε, ποτάμι, στρέψε πίσω γιˬὰ νὰ περάσ’ ἀντίπερα, πέρα ᾽ς τὰ κλεφτοχώριˬα πολλαχ. Τὰ γράμματά ᾽ναι ’ς τὸ χαρτὶ κιˬ ὁ νοῦς μου πέρα πέρα, πέρα κιˬ ἀντίπερα, πέρα ᾿ς τὲς μαυρομμάτες Ἤπ. ’Σ τὸ πέραν τὸ ἀντίπεραν εἰς τὸ κρυὸν πεγάδιν Τραπ. || Ποιήμ. Χαμένη σάλπιγγα, τί θές κιˬ αὐτοὺς τοὺς ἥσκιˬους κράζεις; καὶ σύ, τί θές ἀντίπερα, ποῦ σὰν ἠχὼ τῆς μοι͜͜άζεις; ΔΣολωμ. 259 Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Γύθ.) καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Αντίπερο αὐτόθ. Πβ. ἀποπέρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/