ἀντιποιῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιποιῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιποιῶ ἀμάρτ. ἀνταποιῶ Καππ. (Φάρασ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀντιποιῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀντιπράττω, ἀντιδρῶ Καππ.: ᾎσμ. Ἄν τὸν πάρουν, τζ’ ἀντείπω, κιˬ ἂν τὸν εὐλογοῦν, τζ’ άνταποίκω; (ἂν τὸν πάρουν τὸν ἀγαπητικόν μου, τί νὰ εἰπῶ, κι ἂν τὸν στεφανώνουν, τί νὰ κάμω;) 2) κάμνω τι εἰς ἀντικατάστασιν ἄλλου Καππ. (Φάρασ.): Σὺ εἶσαι βασιλός, παιδὶν τζὸ ἔχεις, γιˬὰ σάμα χαθῇς γιˬα σάμα γηράσῃς͵ τίν’ ἀνταποίκωμεν βασιλός; (σὺ εἶσαι βασιλεύς, παιδὶ δὲν ἔχεις, ἢ ὅταν ἀποθάνῃς ἢ ὅταν γηράσῃς, ποῖον θὰ κάμωμεν βασιλέα ἀντὶ σοῦ;)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA