ἀντιπολίτευσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπολίτευσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιπολίτευσι ἠ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀντιπολιτεύομαι.
Σημασιολογία
1) Ἐναντίωσις, ἀντενέργεια, ἀντίπραξις, συνήθως πεπαισμένως: Φρ. Κάνω ἀντιπολίτευσι (ἀντενεργῶ). 2) Τὸ σύνολον τῶν ἀντιπολιτευομένων τὴν κυβέρνησιν βουλευτῶν ἢ καὶ πολιτῶν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA