ἀντιπρόσωπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπρόσωπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντιπρόσωπος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀντιπρόσωπο το, Σύμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀντιπρόσωπος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀντ᾽ ἄλλου ἐνεργῶν, ὁ ἄλλον άντικαθιστῶν λόγ. κοιν. : Δὲν πῆγα ἐγώ͵ ἔστειλα τὸν άντιπρόσωπό μου. Ἔχω ’ς τὸ δεῖνα μέρος ἀντιπρόσωπο γιˬὰ τοὶς δουλε͜ιές μου. 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., ἀντιπροσωπίδα 1, ὃ ἰδ., Σύμ. Τὸ παιδὶ ἔχει άντιπρόσωπο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA