ἀντίρριμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίρριμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίρριμμα τό, Ἤπ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 221 ἀdίρριμμα Κύθηρ. ἀdίρρ’μμα Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ.) ἀντίρριγμα Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. ρῖμμα.
Σημασιολογία
1) Πληθ., παραφυάδες, οἱ περὶ τὴν ρίζαν δένδρου ἢ ἄλλου φυτοῦ φυόμενοι βλαστοὶ ἔνθ’ ἄν. : ᾎσμ. Χωρὶς ἀντίρριμμα χλωρό, χωρὶς κλωνὶ ἀνθισμένο Ἤπ. || Ποίημ. Πῶς μιˬὰ φορὰ κ᾽ ἕναν καιρὸ μιˬὰ μόν’ ἦταν ἡ ρίζα καὶ χίλια τ᾿ ἀντιρρίμματα . . . . . . . . . . ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπορρίχι, κολόρριζο. 2) Τὸ βλάστημα τοῦ σίτου, ὅταν παρὰ τὸν κύριον βλαστὸν ἐκφύωνται καὶ ἄλλοι. Κύθηρ.: Γίνεται ἀdίρριμα τὸ γέννημα (πετᾷ παραβλάσταρα). 3) Τὸ νέον βλάστημα τοῦ σίτου μετὰ τὴν βόσκησιν τοῦ πρώτου Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA