ἀντιρρούκουνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιρρούκουνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντιρρούκουνας ὁ, ἀμάρτ. ἀdιρρούκουνας Κρήτ. (Βιάνν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. ρούκουνας.
Σημασιολογία
Ὁ παρὰ τὴν στενὴν πλευρὰν τοῦ ἀκρογώνου λίθου κτιζόμενος λίθος. Συνών. ἀντιγώνι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA