ἀντισηκώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντισηκώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντισηκώνω Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτίν. Δημητσάν. Πύλ.) κ.ἀ. - ΔΣολωμ. 20 ἀdισηκώνω Κύθηρ. Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν. Οἴτυλ. Οἰν. κ.ἀ.) ἀντεσηκώνω Πελοπν. (Σιδηρόκαστρον Τριφυλ.) ἀdεσηκώνω Πελοπν. (Οἰν.) ἀdρισηκώνω Πελοπν. (Μάν.) ἀdρασηκώνω Πελοπν. (Οἴτυλ.) Μέσ. ἀντισηκώνομαι Ἤπ. Πελοπν. (Τριφυλ.) ἀdροσηκώνομαι Πελοπν. Λάκων. Προστ. ἀντεσήκω Πελοπν. (Σιδηρόκαστρον Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀντισηκῶ ₌ φέρω εἰς ἰσορροπίαν, ἀντισταθμίζω. Οἱ μετὰ τοῦ ρ. ἐν τῇ δευτέρᾳ συλλαβῇ τύποι κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἄντρας.

Σημασιολογία

1) Σηκώνω ὀλίγον, ὑπεγείρω Ζάκ. Κύθηρ. Πελοπν. (Βυτίν. Γέρμ. Λάκων. Μάν. Οἴτυλ. Οἰν. Πύλ.) κ.ἀ. : Ἀdισηκώνει λιγάκι τὸ κεφάλι τοῦ ἀποθαμένου Κύθηρ. Ν’ ἀdρισηκωσῃς λιγάκι την πετρα να βαλω αποκατου το λουσταρι Γέρμ. Ἀdρασήκωσε ’φτουδὰ τὴν κασσέλλα νὰ τραυίξω τὸ λαι͜όπαννο Οἴτυλ. || ᾎσμ. Φύσηξε βορεˬάς, μαΐστρο τρεμουντάνα, κιˬ ἀντισήκωσε τὸ μεσοφούστανό της κιˬ ἀντιφάνηκε τ᾿ ἄσπρο της ποδάρι Πύλ. β) Μέσ. καθήμενος ἣ κατακείμενος ὑπεγείρομαι Ἤπ. Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γέρμ. Μάν. Σιδηρόκαστρον Τριφυλ.) κ.ἀ. : Ἀντεσήκω, μπάρμπα, νὰ σοῦ βάλω ’να προσκέφαλο νὰ κάτσῃς καλύτερα Σιδηρόκαστρον Τριφυλ. Ἀντεσηκώθηκε καὶ κάθεται ᾿ς τὸ κρεββάτι αὐτόθ. Ἀdρισήκω λιγάκι νὰ πιῇς τὸ γάλα σου Γέρμ. || Παροιμ. Ἀντισηκώσου, πεθερά, καὶ κολοσούρσου, νύφη (ἡ νύμφη ὁσασδήποτε καὶ ἂν ἔχῃ ἐργασίας, καὶ ἀσθενὴς ἀκόμη ἂν εἶναι, πρέπει νὰ προλαμβάνῃ τὴν πενθερὰν εἰς τὰς ἀσχολίας τοῦ οἴκου) Δημητσάν. Λακων. 2) Σηκώνω, ἐγείρω, ὑψῶ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τὸ σπαθί σου άντισηκώνεις, | τρία πατήματα πατᾷς, σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις | καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/