ἀντίσπορος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίσπορος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντίσπορος ὁ, Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Σκίαθ. - ΑΠαπαδιαμ. Πεντάρφ. 11 ἀντίσπουρους Μακεδ. (Καταφύγ. Χαλκιδ.) ἀντίσπορο τό, Ἀττικ. Ἤπ. Στερελλ. (Φθιῶτ.) ἀντίσπουρου Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀντίσπορος, παρ᾿ ὃ καὶ ἀντίσπορον.
Σημασιολογία
1) Τὸ εἰς εἰδος παρεχόμενον μίσθωμα ὑπὸ τοῦ καλλιεργητοῦ εἰς τὸν γαιοκτήτην, ποσὸν τῆς παραγωγῆς ἐκ τῶν προτέρων ὁριζόμενον, ἡ μορτὴ ἔνθ᾽ ἀν.: Δίνω τὰ χωράφιˬα μου μὲ τὸν ἀντίσπορο Θεσς. (Ἀλμυρ.) Τό ᾿δουκα τοὺ χουράφ’ μ’ μὶ τοὺν ἀντίσπουρου Μακεδ. (Χαλκιδ.) «Εἶχε . . . χωράφια ἀμέτρητα, μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφίων ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι’ ὅλου τοῦ ἔτους αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀντικούκκι, ἀντισπόρι. 2) Τὸ ἀπὸ τοῦ εἰσοδήματος ἀποχωριζόμενον ποσὸν ἀντιστοιχοῦν εἰς τὸν ὑπὸ τοῦ γαιοκτήτου δαπανηθέντα σπόρον τοῦ λοιποῦ εἰσοδήματος ἐξ ἡμισείας λαμβανομένου Στερελλ. (Καλοσκοπ.) 3) Ποσὸν ὅσον δύναται νὰ δεχθῇ ὁ ἀγρὸς κατὰ τὴν σπορὰν παρεχόμενον εἰς τὸν γαιοκτήτην ὡς μόνον μίσθωμα ὑπὸ τοῦ καλλιεργητοῦ Ἀττικ. Ἤπ. Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Πβ. ΝἈναγνωστοπ. Ἀγροτ. μεταρρύθμ. 46.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA