ἀντίστασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίστασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντίστασι ἡ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀντίστασις.
Σημασιολογία
Ἀντίστασις, ἐναντίωσις: Βρίσκω - καταλαβαίνω ἀντίστασι. Κάνω ἀντίστασι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA