ἀντιστοιχάρικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιστοιχάρικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀντιστοιχάρικα ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀντιστ’κάρικα Σκῦρ. ἀντισηκάρικα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀντιστοιχάρικος. Ἡ τροπὴ τοῦ χ εἰς κ διὰ τὸ προηγούμενον σ. Ἡ συλλαβὴ ση ἐν τῷ τύπ. ἀντισηκάρικα κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἀντισήκωμα.
Σημασιολογία
Κατ’ ἀντίστοιχον τρόπον, κατ᾿ ἀμοιβαίαν τάξιν, ἀμοιβαίως ἔνθ’ ἀν.: Τ’ Δευτέρα θὰ πάμε ἀντιστ’κάρικα ’ς τὸ πίσε τοῦ δεῖνα γιˬὰ νὰ ’ρθοῦνε τσαὶ ’τσεῖνοι ὕστερα ᾿ς τὸ θέρος μας (πίσε = πίσον, ὄσπριον ἐξ οὗ ἡ φάβα) Σκῦρ. Ἐμεῖς τ’ ἀμπελια μας τὰ σκάβγομε ἀντισηκάρικα Αὐλωνάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA