ἀντιστρόφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιστρόφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιστρόφι τό, Κέρκ. Πελοπν. (Δημητσάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. στρόφος. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 (1926) 445.
Σημασιολογία
Τὸ φρύγανον, γνάφαλον τὸ Ἑλληνικὸν (gnaphalum Graecum) τῆς τάξεως τῶν συνδέτων (compositae). Συνών. ἀσπροθύμαρο, σαρκόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA