ἀντιστυλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιστυλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιστυλώνω Χίος - ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 128 ἀdιστυλώνω Κρήτ. (Σέλιν.) ἀντιστυλώνου Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀντιστυλιˬώνω Ζάκ. ἀντ’στ’λώνου Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀντ᾿στ’λιˬώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνστ’λώνου Στερελλ. (Ἀράχ.) ᾽dιστυλώνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ’ντιστυλώνου Εὔβ. (Στρόπον.) Μέσ. ἀdιστυλώνομαι Ἄνδρ. Κέρκ. ἀdιστελώνομαι Κεφαλλ. ἀdριστελώνομαι Κεφαλλ. ἀdιστυλιώνομαι Κέρκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. στυλώνω. Τὸ ἀνστ᾿λῶνου κατ᾿ ἀνομ.

Σημασιολογία

1) Ὑποστηρίζω, ὑπερείδω τι διὰ στύλου κλονιζόμενον ἣ ἑτοιμόρροπον Εὔβ. (Στρόπον.) Ζάκ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. (Σέλιν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) Χίος κ.ἀ. : Ἐλᾶτι νὰ ᾽ντιστυλώσουμι τοὺ ταράτσ’ μὴν κάμῃ τσιδὰ κὶ μᾶς πιάσῃ σὰν τσακανίδα Στρόπον. Τἠ ’dιστύλωσα τὴν ἐλα͜ιά Σαρεκκλ. Ἀντιστύλιˬουσα τ᾽ν κριββατῖνα μ᾽ κὶ δὲν πέφτ’ Αἰτωλ. Εἶν’ ἆντ’στ’λιˬουμένου καλὰ τοὺ κλῆμα, δὲν πέφτ’ τώρᾳ αὐτόθ. ᾿dιστύλωσε τὸ dουβάρ’ μὲ dουρέκιˬα γιˬὰ νὰ μὴ πέσ’ Σαρεκκλ. || Φρ. Τὴ ᾿dιστύλωσα (ἐνν. τὴν κοιλίαν, ἤτοι φαγὼν ἐζωογονήθην) Σαρεκκλ. β) Μέσ. μεταφ. ζωογονῶ, ἐνδυναμώνω, ἐνισχύω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. (Σέλιν.): Ἔφαγα λίγο ψωμὶ καὶ ᾿dιστυλώθ’κα Σαρεκκλ. Ἔφαγαμ’ καὶ ‘dιστυλώσαμ᾽ αὐτόθ. || Παροιμ. Οὕλα ’ναι φάδιˬα τσῆ κοιλιˬᾶς, μὰ τὸ ψωμὶ στημόνι, καὶ τὸ παdέρ’μο τὸ κρασὶ οὕλα τ᾽ ἀdιστυλώνει Σέλιν. 2) Ἐπὶ τῶν ποδῶν, διαστέλλω, ἀνοίγω αὐτούς, ὥστε νὰ στέκωμαι σταθερῶς, οἷον πρὸς ἐπίθεσιν, ἄμυναν, ἄρσιν βάρους, ὤθησιν κττ. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. - ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀντ’στύλιˬουσ’ τὰ πουδάριˬα σ᾽ ’ς τοὺν τοῖχου κὶ ζούμπα πέρα τοὺ μπαοῦλου Αἰτωλ. Ἀντιστύλωκα τὰ ποδάρια μου τσαὶ κρατήθηκα Κονίστρ. Κιˬ ἀdιστυλώνοντας τὸ ἕνα του πόδι εἶχε καταφέρει νὰ τὴν ρίξῃ . . . πρὸς τὸ κρεββάτι ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ μέσ. στηρίζομαί που σταθερῶς διὰ τῶν ποδῶν ἢ τῆς ράχεως Ἄνδρ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀντιστυλώθηκα ’ς τὸν τοῖχο τσαὶ δὲν ἔπεκα Κονίστρ. Γιˬὰ δέ τον πῶς ἀdιστυλώθηκε! Ἄνδρ. Ἀντ’στ’λιˬώθ’κα ᾿ς τοῦ βράχου μὶ τὰ πουδάριˬα μ᾽ κὶ βαστάχκα Αἰτωλ. Τί στέκισι αὐτοῦ ἀντ᾿στ᾽λιˬουμένους! αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/