ἀντίσφακο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίσφακο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντίσφακο τό, Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γεωργ. Μελιγαλ.) ἀdίσπακο Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. σφάκα.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν ἐλελίσφακος καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ ἀφέψημα Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γεωργ. Μελιγαλ.) 2) Ὁ ὀπὸς τῆς πικροδάφνης Κύθηρ.: Εἶναι πικρό, ἀdίσπακο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/