ἀντισώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντισώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντισώνω Πόντ. (Κερασ.) ἀdισώνω Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. σώνω.

Σημασιολογία

Ἀναπληρῶ τὸ ἐλλεῖπον, συμπληρώνω ἔνθ᾿ ἀν.: Σοῦ ἔδωσα δέκα δραχμὲς καὶ σοῦ ἀdίσωσα αὐτὲς ποῦ χρωστοῦσες Λακων. Τ᾿ ἀdίσωσαν τὰ προικιˬὰ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/