ἀντιφαίνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιφαίνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιφαίνομαι Πελοπν. (Βυτίν. Πύλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀντιφαίνω.

Σημασιολογία

Φαίνομαι ὀλίγον, διακρίνομαι: Δὲν ἀντιφαινόμουνα, γιˬατὶ ἤμουν πολὺ μακρεˬά. Δὲν ἀντιφαίνεται τὸ νησί. || ᾎσμ. Φύσηξε βορεˬάς, μαΐστρο τρεμουντάνα, κιˬ ἀντισήκωσε τὸ μεσοφούστανό της κιˬ ἀντιφάνηκε τὸ ἄσπρο της ποδάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/