ἀντιφανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιφανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιφανίζω ἀμάρτ. ’dιφανίζω Σέριφ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. φανίζω.

Σημασιολογία

1) Ἐμφανίζω, φανερώνω, ὑποδεικνύω: Θὰ μοῦ ᾽dιφανίσῃ ὁ ἅγιος (θὰ μοῦ ὑποδείξῃ ὁ ἅγιος δι᾽ ἐνυπνίου). 2) Ἀπροσ. ἐπέρχεταί μοι, διανοοῦμαι, σκέπτομαι: Μοῦ ᾿dιφάνισε νὰ τοῦ δώκω δόλωμα (νὰ τὸν δωροκήσω). Σὲ μιˬὰν βδομάδα τοῦ ’dιφάνισε, ἤθελε γεναῖκα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/