ἀντιφάρμακο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιφάρμακο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιφάρμακο τὸ, ἀντιφάρμακον Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ.) ἀντιφάρμακο κοιν. ἀdιφάρμακο Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων) ἀd’φάρμακου Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀντιφάρμακον.
Σημασιολογία
1) Ἀντίδοτον φάρμακον κατὰ τῆς δηλητηριάσεως κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ.): Παροιμ. Κάθε φαρμάκι ἔχει καὶ τ’ ἀντιφάρμακο (ὅτι παντὸς κακοῦ δύναται νὰ εὑρεθῇ ἡ θεραπεία) Λακων. κ. ἀ. Συνών. ἀντίχολος 1. 2) Καθόλου. φάρμακον οἱονδήποτε κατὰ νόσου λόγ. κοιν. : ᾎσμ. Δὲ βρίσκετ’ ἀντιφάρμακο ’ς τὴ μυστικὴ πληγή μου, μόνον ὁ Χάρως νά ᾽ρκῃ νὰ πάρῃ τὴν ψυχή μου Ἰων. (Κρήν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA