ἀντιφεγγίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιφεγγίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιφεγγίζω Ἀθῆν. Πελοπν. ( Βούρβουρ.) Σίφν. κ.ἀ. ἀdιφεgίζω Σέριφ. ἀdιφετζίζω Κύθν. ἀντιφεγγῶ ΜΜαλακάσ. Ἀσφόδ. 98
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. φεγγίζω.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ λεπτοῦ καὶ διαφανοῦς, ἀφίνω νὰ διέρχεται ὀλίγον φῶς, διαφαίνω Ἀθῆν. κ. ἀ: Αὐτὸς πάει καλε͜ιά του, τ’ ἀφτιˬά του ἀντιφεγγίζουν. 2) Ἀφίνω νὰ διαφαίνεταί τι Ἀθῆν. κ.ἀ.: Δὲ φορᾷς τίποτα ἀπομέσα καὶ ἀντιφεγγίζεις (ἐπὶ γυναικὸς φορούσης μόνον τὸ ἐξωτερικὸν φόρεμα καὶ οὕτω ἐμφανιζούσης τὰς γραμμὰς τοῦ σώματός της). 3) Ἀνακλῶ τὸ φῶς, ἀκτινοβολῶ ἐξ ἀνακλάσεως Κρήτ.: Ξάνοιγε τὸ δαχτυλίδι τζη πῶς ἀdιφεgίζει! Σὰν τὸ διˬαμάdι ἀdιφεgίζει 4) Φέγγω, λάμπω Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) – ΜΜαλακασ. ἔνθ' ἀν.: ᾎσμ. Ἥλιˬε μ᾿ ἀdικόκκινε κιˬ ἀdικοκκινᾶτε, π᾿ ἀdιφεgίζεις δὲ θωρῶ τὴν ἡλιˬογεννημένη Κρήτ. - Ποίημ. Ἀντιφεγγοῦν μακρεˬὰ τὰ πυροφάνιˬα ΜΜαλακάσ. ἔνθ' ἀν. β) Ἀπροσ. φέγγει, ἐξημερώνει Κρήτ.: Ἐσηκώθηκα βαθε͜ιὰ νύχτα, τοτεσὰ ἤρχισε ν’ ἀdιφεgίζῃ. 5) Ἔχω ἀσθενῆ τὴν ὅρασιν, βλέπω ὀλίγον Κύθν. Σέριφ. Σίφν.: Αὐτὸς ἀdιφέτζιζὲνε ὥς πέρ'σι Κύθν. Τώρα ὁ δεῖνα ἀντιφεγγίζει λίγο Σίφν. Ν’ ἀdιφέgιζα κομμάτι τό ἐλάχιστο! (εἴθε νὰ ἔβλεπα ὀλίγον!) Σέριφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA