ἀντιφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιφέρνω Πελοπν. (Αἴγ.) - Λεξ. Δημητρ. Μέσ. ἀντιφέρομαι λόγ. πολλαχ. ἀdιφέρομαι Θήρ. Πελοπν. (Μάν.) ἀντιφέρουμαι Πόντ. (Κερασ.) ἀdιφέρουμαι Πελοπν. (Λακων.) ἀντιφέρνομαι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτίν.) Σαλαμ. ἀντιφέρνουμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) ἀντιφέρκουμαι Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. φέρνω. Τὸ μέσ. ἀντιφέρομαι ἤδη ἀρχ.
Σημασιολογία
Ἀντιφέρομαι, ἐναντιοῦμαι διὰ λόγων ἢ ἔργων, ἀντιπράττω, φιλονικῶ, λογομαχῶ ἔνθ’ ἀν.: Τί ἔχουν κιˬ ἀντιφέρνουν, Λεξ. Δημητρ. Αὐτοὶ οἱ δυˬὸ ὅλο ἀντιφέρνουνε Αἴγ. Ἐμεῖς οἱ δυˬὸ ἀντιφερνόμαστε αὐτόθ. Ὁ δεῖνα ἀdιφέρεται μὲ τὸν δεῖνα Θήρ. Αὐτοὶ ἀdιφέρουdαι ἀναμεταξύ τωνε αὐτόθ. Ἀντιφέρσου κ᾽ ἐσὺ νὰ τὸν δαιμονίσῃς Ἀρκαδ. Τί σ᾿ ἔκανε καὶ τοῦ ἀντιφέρνεσαι; Σαλαμ. Ἀσ’ σ᾿ ἐσὲν κιˬ ἀνώτερος π᾿ ἕν᾿ μὴ ἀντιφέρκεσ’ ἀτον (ὅποιος εἶναι ἀνώτερός σου μὴ τοῦ ἐναντιώνεσαι) Χαλδ. Εἶναι ἀντιφερόμενοι (διάκεινται ἐχθρικῶς πρὸς ἀλλήλους) Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA