ἀντίφωνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίφωνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίφωνο τό, Κάρπ. Πάρ. Πελοπν. (Λακων.) – ΓἘπαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1, 257 ἀντίφωνα τά, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀντίφωνος.
Σημασιολογία
1) Ἀντίφωνη, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Στεκόντανε νὰ φωνάξουν καὶ ν᾿ ἀκροαστοῦν τ᾿ ἀντίφωνο ποῦ τοὺς γύριζε τὸ χάσμα πίσω Γ’Επαχτίτ. ἔνθ' ἀν. || Φρ. Ἡ φωνή μου ηὗρε ἀντίφωνο ᾿ς τὴν ψυχή του (μὲ ἤκουσεν, ἐπρόσεξε τοὺς λόγους μου) Πελοπν. (Λάκων.) 2) Πληθ., εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν σύντομοι στίχοι ψαλλόμενοι κατ᾿ ἐναλλαγὴν ὑπὸ τῶν χορῶν λόγ. κοιν.: Λένε - ψάλλουν τ’ ἀντίφωνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA