ἀντιχαίρομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιχαίρομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιχαίρομαι ἀμάρτ. ἀντιαίρομαι Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀντιχαίρω.
Σημασιολογία
Αἰσθάνομαι χαράν, χαίρω ἀγάλλομαι: ᾎσμ. Γιˬαννούλλη, Γιˬαννουλλάκι μ᾿ κ’ ἔμορφον παιδίν, π᾿ ἔχεις ἔμορφον τὴν κάλην κιˬ ἀντιαίρεσαι. Συνών. ἀγαλλιˬάζω 1, ἀναγαλλιˬάζω 1, χαίρομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA