ἀντιχασκίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιχασκίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιχασκίζω Πελοπν. (Γορτυν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. χασκίζω.
Σημασιολογία
Ἀνοίγω ἐντελῶς τὸ στόμα μου, χάσκω Αἴνιγμ. Ἀντιχασκίζει ὁ μαλλιˬαρὸς καὶ μπαίνει ὁ θυμωμένος (ὁ ἀσκὸς καὶ τὸ γλεῦκος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA