ἀντίχριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίχριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀντίχριστος ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Οἰν.) ἀντίχστους Θρᾴκ. (Ἀλμ.) ἀdίχριστος πολλαχ. ἀdίχστους Σάμ. ἀντίξτος Θρᾴκ. (Στέρν.) ἀντίξτους Μακεδ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀντίχριστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀντιτιθέμενος, ὁ ἐναντιούμενος εἰς τὸν Χριστόν, ὁ διάβολος, συνήθως ἐπὶ κατάρας, ὕβρεως, βλασφημίας Εὔβ. (Αἰδηψ. κ.ἀ.) Ζάκ. Κρήτ. Σέριφ. Χίος κ.ἀ.: Ἀρὲ ἀντίχριστε! Αἰδηψ. Εἶναι ἕνας ἀντίχριστος! Χίος. Συνών. ἀντίθεος 2, ἀντίπιστος, ἀντιστανα͜ιός, ἀντίσταυρος, διˬάβολος β) Ἀλλόθρησκος καὶ ὡς ἐκ τούτου πολέμιος τῶν Χριστιανῶν, Μωαμεθανὸς Ἤπ. Μακεδ. «Ἐχαλάστηκεν ἡ Ρούμελη καὶ ἐχάθηκεν ὁ ἀντίχριστος Ἀλῆ πασᾶς, ὁποὺ ἐκατοικοῦσεν εἰς ’Ιωάννινα» ἐκ Μακεδονικοῦ ἐγγράφου τοῦ 1822 περὶ οὗ ἰδ. Ἀθηνᾶν 28 (1916) 319. Οἱ ἀντίχριστες (αἱ Μωαμεθανίδες) Ἤπ. 2) Κακὸς Χριστιανός, ἀσεβής, ἄθεος κττ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Οἰν.) Σάμ. κ.ἀ.: Μουρέ, μ᾿ αὐτὸς ποῦ ’ν’ ἀdίχριστος ἤθελε νὰ πααίνῃ ’ς τὴν ἐκκλησά; Ἀπύρανθ. 3) Καθόλου, κακός, μοχθηρός, δύστροπος, σκληρὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Οἰν.): Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἀdίχριστος ποῦ θέλει gρέμισμα Κρήτ. Σώπα, ἀdίχριστε! (πρὸς ἀτακτοῦν ἢ κλαῖον παιδίον) Σύμ. || Γνωμ. Ὁ ἀντίθεος πρέπει νά ’βρῃ τὸν ἀντίχριστο γιˬὰ νὰ σάξῃ (ὁ κακὸς μόνον ἐναντιούμενος πρὸς ἄλλον κακὸν ἀναχαιτίζει τὴν ὁρμήν του) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Συνών. ἀβάφτιστος 2, ἀλάδωτος 3β, ἀντίβουλος, ἐπίβουλος. 4) Τὸ γεννηθὲν τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων τέκνον ὡς συλληφθὲν κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Θρᾴκ. (Ἀλμ. Στέρν.) Κεφαλλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Τοὺ μικρὸ π᾿ θὰ γι’θῇ τ᾽ν μέρα τοῦν Χριστουγέννουν τοὺ λένι ἀντίχριστου, γιˬατὶ πιˬάσκι τὴν μέρα τ᾿ Βαγγι’σμοῦ Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/