ἀντιψείρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιψείρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιψείρισμα τό, Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. ψείρισμα.
Σημασιολογία
Ἐπανάληψις τοῦ ψειρίσματος, ἡ δευτέραν φορὰν ἀναζήτησις τῶν φθειρῶν: Παροιμ. Ἡ ψεῖρα δὲν ἐφοήθη τὸ ψείρισμα, μόνο τ᾿ ἀντιψείρισμα (ἡ ἐπανάληψις ἐρεύνης ἢ ἐργασίας τινὸς εἶναι καλυτέρα ὡς μετὰ προσοχῆς γινομένη). Πβ. ἀντιψύλλισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA