ἀντορεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντορεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντορεύω, ἀdορέgουω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀdορεύω Ἀπουλ. (Καλημ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. adorare
Σημασιολογία
Λατρεύω, ἀγαπῶ ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ.: Τίπσο τὸ φσέρει πόσ-σο σ᾽άγαπῶ, | ἡ περσόνα σου πῶς τὴν ἀdορεύω (κἀνεὶς δὲν γνωρίζει πόσο σὲ ἀγαπῶ, τὸ πρόσωπό σου πῶς τὸ λατρεύω) Κάλημ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA