ἀντράκλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντράκλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντράκλα ἡ, (Ι) ἀντράχλα Ἀθῆν. Εὔβ. (Κύμ.) Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.) ΠΓεννάδ. 114 - Λεξ. Βλαστ. ἀdράχλα Ἄνδρ. ἀντράκλα κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀdράκλα πολλαχ. ἀντράκα Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) ἀντρέκλα Μακεδ. (Κοζ. Σισάν. κ.ἀ.) ᾿ντράκα Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνδράχνη . Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
Ἀνδράχνη ἡ λαχανηρὰ (portulaca oleracea) τῆς τάξεως τῶν λυτικωδῶν (portulacaceae), λαχανικὸν ἄγριον καὶ κηπευόμενον ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Εἶναι γιˬὰ ἀντράκλες! (ἀνάξιος λόγου) Πελοπν. (Τριφυλ.) Συνών. ἀντράκλι (Ι), ἀντρακλίδα, γλιστρίδα, χοιροβότανο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA