ἀντράκλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντράκλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντράκλα ἡ, (ΙΙ) ἀντράχνα Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) Πελοπν. (Μάν.) ἀντράκλα Χίος ἀdράκλα Κρήτ. Λέσβ. ἄντρακλα ΠΓεννάδ. 533 ἀdρέκλα Κρήτ. ἄντρακλας Ἰων. (Κρήν.) Μῆλ. ἄdρακλας Κεφαλλ. ἄντραχλος Χίος ἄdραχλος Κεφαλλ. Κρήτ. (Σέλιν.) ἄντρακλος Ἰκαρ. Κύπρ. ἄdρακλος Κεφαλλ. ἄντρουκλος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνδράχλη.

Σημασιολογία

1) Κόμαρος ἡ ἀνδράχλη (arbutus andrachne) τῆς τάξεως τῶν ἐρεικωδῶν (ericaceae) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγριοκούμαρο 2, ἀντρακλεˬά, ἀντράκλι (ΙΙ)1, ἀντρακλοκουμαρεˬά, ἀντρακλοκούμαρος. 2) Τὸ ὅμοιον φυτὸν λύκιον τὸ Εὐρωπαϊκὸν (lyceum Europaeum) τῆς τάξεως τῶν στρυχνωδῶν (solanaceae) Κεφαλλ. Μῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/