ἀντράκλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντράκλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντράκλι τό, (ΙΙ) ἀμάρτ. ἀdράκλι Λευκ. ἀdράχλιˬου Λῆμν. ἀντρούκλιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντράκλα (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Ἀντράκλα (ΙΙ) 1, ὃ ἰδ., Κύπρ. Λευκ.: Πάμε νὰ κόψωμε ἀdράκλιˬα Λευκ. β) Ὁ καρπὸς τῆς ἀντράκλας (ΙΙ) 1 Κύπρ.: ᾎσμ. Τ᾿ ἀντρούκλιˬα καὶ τὰ κούμαρα βκαίν-νουν εἰς τὸν Ἀκάμαν, ἀφ᾿ ὅτ᾽ ἀποχωρίστημεν, ᾿έν μοῦ ’λειψεν τὸ κλάμαν. Συνών. *ἀντρακλόμηλο, κούμαρο. 2) Εἶδος ἀκάνθης μὲ κόκκινον καὶ εὐώδη χυμόν, ὅστις χρησιμοποιεῖται διὰ τὸ βάψιμον τῶν ἀβγῶν Λῆμν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/