ἄντρας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄντρας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄντρας ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερας. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων. ἄdρας πολλαχ. ἄdαας Σαμοθρ. ἄντρα Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Πληθ. ἄdιροι Ἴμβρ. ἄdιρ’ Λῆμν. ἄdερ’ Μακεδ. (Γκιουβ.) Τῆν. ἀντροῦδες Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀντροῦδοι Πόντ. ἀdροῦδ’ Προπ. (Κύζ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν οὐσ. ἄντρας, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνήρ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνὴρ κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γυναῖκα κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἄντρες καὶ γυναῖκες μαζὶ κοιν. Ἦσαν ντύο, ἄντρα τσαὶ γυναῖκα τσαὶ ἀγαπᾶτο πολὺ πολὺ (ἐκ παραμυθ.) Ἀπουλ. || Παροιμ. Κομμάτιν ἄντρας, ὁλάκερη γυναῖκα (τῆς γυναικὸς ἀνώτερος ὁ ἀνὴρ) Κάρπ. 2) Ὁ ἀνὴρ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν νεανίαν ἢ παῖδα, ὁ φθάσας εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν κοιν.: Αὐτὸς δὲν εἶναι πεˬὰ παιδί, εἶναι ἄντρας κοιν. Ὅσο εἶσαι παιδί, πρέπει νὰ σὲ θρέφουν οἱ γονεˬοί σου, ἀφοῦ ὅμως γίνῃς ἀdρας, τότε ἔχεις χρέος ἐσὺ νὰ τρέφῃς τοὺς γονεˬούς σου Κεφαλλ. 3) Ἐπιθετικ., γενναῖος, ἀνδρεῖος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ): Ἄν εἶσαι ἄντρας, ἔβγα ὄξω. Ἔδειξε πῶς εἶναι ἄντρας κοιν. Νά ’σι ἄdρας μὶ τὰ οὕλα σ’ Λέσβ. (Πάμφιλ.) Εἶναι ἄdρας, εἶναι ἀπὸ τσ᾿ ἄdρες ἄdρας (γενναιότατος μεταξὺ γενναίων) Λευκ. || Παροιμ. φρ. Ὁ καθένας ἔχει τὀν ἄdρα του (ἔχει τὸν γενναιότερον του) Κρήτ. 4) Ὁ σύζυγος κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἄντρας καλός, μὰ ἔχει γυναῖκα κακε͜ιά. Αὐτὴ εἶναι χήρα, δὲν ἔχει ἄντρα. Τὴν δεῖνα τὴν ἔδιˬωξεν ὁ ἄντρας της κοιν. Ἀπόμ’να χὼς ἄdαα κὶ χὼς πιδιˬὰ (χὼς = χωρὶς) Σαμοθρ. || Φρ. Ἀντροῦ πρόσωπον νὰ μὴν ἐλέπῃς! (εἴθε νὰ ζήσῃς ἄγαμος! Ἀρὰ) Κερασ. || Παροιμ. Ἄντρα θέλω γιˬὰ τὸ βράδυ | κιˬ ἂς μὴν ἔχ’ ὁ λύχνος λάδι (ἐπὶ νεάνιδος ἡ ὁποία δὲν ἀποκρύπτει τὴν σφοδρὰν πρὸς γάμον ἐπιθυμίαν της). Ἄντρα θέλω κιˬ ἂς εἶναι καὶ κούτσουρο (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Ἄντρα ἀπὸ σόι καὶ σκυλλὶ ἀπὸ μαντρὶ (μεγάλως ἐκτιμᾶται ἡ καλὴ καταγωγὴ τοῦ συζύγου) σύνηθ. Ἄντρα μου, βοήθειά μου καὶ σκέπη καὶ χαρά μου (ὁ σύζυγος εἶναι προστάτης καὶ καύχημα τῆς συζύγου) Ψαρ. Κόρη μου, κατὰ τὸν ἄdρα σου νὰ σε͜ιέται κ᾿ ἡ ποδεˬά σου (κατὰ τὴν ἀξίαν τοῦ συζύγου ἐπιτρέπεται ἡ σύζυγος νὰ κομπάζῃ) Κρήτ. κ.ἀ. Κάλλιˬο ἄντρα μ᾿ ἕνα μάτι πέρι μ᾿ ἕνα παιδὶ (εἶναι δυσάρεστον τὸ νὰ ὑπανδρεύεται μία γυναῖκα χῆρον ἔχοντα τέκνον) Πελοπν. ’Σ τ᾽ ἀντροῦς τὰ κομποδέματα καυτσέται ἡ γυναῖκα (ἡ εὐτυχία τῆς συζύγου ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς εὐημερίας τοῦ συζύγου της) Σκῦρ. Ἄντραν κιˬ ἄλογον ποῦ ᾽κ᾽ ἔει | ᾿ς σὴν παρέβγαν ντ’ ἔργον ἔει; (ἡ μὴ ἔχουσα σύζυγον καὶ ἄλογον τί ἔργον ἔχει εἰς τὴν προπομπήν; Ἐπὶ τοῦ θέλοντος νὰ εἰσέλθῃ εἰς κοινωνικὸν περιβάλλον ἀνώτερον τῆς κοινωνικῆς του τάξεως) Πόντ. || ᾎσμ. Καὶ ’ς τοῦ κυροῦ μ’ ἀκκούμπησα καὶ ’ς τ’ ἀδερφοῦ μου πῆγα, μὰ σὰν τ᾽ ἀντρὸς τὴ συντροφιˬὰ συντρόφεψι δὲν εἶδα. Ψαρ. Ἀπὸ τὰ χτὲς ὥς σήμερα λείπ’ ἄντρας μου ᾿ς τὸ μύλο γιˬὰ πέστε μου, γειτόνισσες, νὰ παντρευτῶ ἢ νὰ μείνω! Πελοπν. 5) Ἐπιθετ., ὄρθιος, εὐθυτενής, ἐπὶ λίθου στηνομένου ἐν τοῖς ἀγροῖς Κύθν.: Στήστε τὴν πέτρα ἄdρα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/