ἀντρεία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρεία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντρεία ἡ, κοιν. ἀdρεία Κεφαλλ. Μύκ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀντρειὰ πολλαχ. ἀντρε͜ιὰ πολλαχ. ἀdρειὰ Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἰθάκ. Κρὴτ. Σύμ. ἀdρε͜ιὰ Κέρκ. Κρήτ. ἀντρὰ Μακεδ. ἀdρειγιˬὰ Κρήτ. Λέσβ. (Πάμφιλ.) ἀντρεικιˬὰ Κύπρ. ἀντρὲ Ἰκαρ ἀdρὲ Δ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀντρεία, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνδρεία. Καὶ ὁ τύπ. ἀντρειὰ μεσν. Ὁ τύπ. ἀντρεικιˬὰ ἐκ τοῦ ἀντριγιˬά. Πβ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 52. Περὶ τῶν τύπ. ἀντρὲ καὶ ἀdρὲ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 341 καὶ 348.
Σημασιολογία
1) Γενναιότης, ρωμαλεότης κοιν.: Ὁ δεῖνα ἔδειξε μεγάλην ἀντρεία. Ἡ ἀντρεία του ἔγινε ξακουστὴ ᾽ς ὅλο τὸν κόσμο κοιν. Νεˬὸς ἀπάνω 'ς τὴν ἀντρε͜ιά του (εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς ἀνδρικῆς του δυνάμεως) Ρόδ. || Παροιμ. Ἡ πολλὴ ἀdρε͜ιὰ ’ρημιˬὰ σπιθιˬοῦ (ἡ ἐπίδειξις ἀλογίστου ἀνδρείας ἐκ μέρους μέλους οἰκογενείας τινὸς ἐπιφέρει πολλάκις τὴν καταστροφὴν αὐτῆς) Κρήτ || Γνωμ. Ἡ τέχνη νικᾷ τὴν ἀντρεία (ἐπὶ τῆς ὑπεροχῆς τῆς τέχνης ἔναντι τῆς σωματικῆς ἰσχύος) πολλαχ. Ἡ παντρε͜ιὰ θέλει ἀντρε͜ιὰ (αἱ πολλαπλαῖ ἀνάγκαι τῆς οἰκογενείας ἀπαιτοῦν εὐψυχίαν) Πελοπν. (Δημητσάν.) || ᾌσμ. Φάε, πουλλί, ἀπ’ τὴ νεˬότη μου, φάε κιˬ ἀπ' τὴν ἀdρειά μου Ἰθάκ. κ.ἀ. Σῦρ’, ἀdρειά μου, ᾿ς τὸ καλὸ κ’ ἐγὼ ᾿ς τὸ καταβόδιˬο, φτάνει ὅσο σὲ χάρηκα τώρᾳ σαράντα χρόνιˬα Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἡ μιˬὰ τραυάει μὶ τὴν ἀντρὰ κ᾿ ἡ ἄ᾿ μὶ τὴν ἀνέσιˬα Μακεδ. Συνών. ἀντρειάδα, ἀντρειοσύνη, ἀντρειότη, παλληκαριˬά, παλληκαρωσύνη. 2) Νόσος αἰφνιδίως ἐμφανιζομένη μετὰ σπασμῶν Πελοπν. (Λάκων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA