ἀντρικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντρικὸς ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀνδρικὸ τό, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,123.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀνδρικός.
Σημασιολογία
1) Αντρίκει͜ος Α1, ὃ ἰδ., σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): ᾿Αντρικὰ καλαπόδιˬα - παπούτσιˬα - φορέματα κττ. σύνηθ. ᾿Αντρικὸν λῶμαν Κερασ. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., τὸ μέρος τῆς περιουσίας τοῦ ἀνδρός, τὸ ὁποῖον κληρονομεῖ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ΓΧατζιδ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀντρομοίρι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA