ἀντρόγυνο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρόγυνο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντρόγυνο τό, ἀντρόγυνον Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.) ἀντρόϋνον Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.) ἀντρόγυνο κοιν. ἀdρόγυνο Κεφαλλ. Κρήτ. Πάρ. (Λεῦκ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἀντρό᾿νου βόρ. ἰδιώμ. ἀdρό’νου Θρᾴκ. (Κομοτ.) κ.ἀ. ἀντρόϋνο Ἤπ. Κάρπ. Κάσ. Μεγίστ. Νάξ. Πόντ. (Ὄφ.) Τῆλ κ.ἀ. ἀdρόϋνο Θήρ. Κέρκ. Κρήτ. Πάρ. Σύμ. Σῦρ. ('Ερμούπ.) κ.ἀ. ἀντρόϋνου Μακεδ. (Σιάτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀdρόϋνου Σὰμ. κ.ἀ. ἀντρόγενο Ζάκ. Πελοπν. (Τρίπ.) ἀdρόγενο Κεφαλλ. Λευκ. ἀντρόενο Πελοπν. (Βούρβουρ.) Σίφν. ἀdρόενο Ἄνδρ. Κύθν. Πελοπν. (Οἰν.) ἀντρόεν-νουν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀντρόγυνε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνδρόγυνον, παρ’ ὃ καὶ ἀντρόγυνον καὶ ἀντρόϋνον.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανὴρ καὶ γυνὴ νομίμως διὰ τῶν δεσμῶν τοῦ γάμου συζευχθέντες, σύζυγοι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) Τσακων.: Αὐτοὶ εἶναι ἕνα ἀγαπημένο ἀντρόγυνο κοιν. || Φρ. Νὰ ζήσῃ τ’ ἀντρόγυνο! (εὐχὴ) σύνηθ. Τ’ ἀdρόενο τῆς ἁγιˬᾶς Παρασκευγῆς (ἐπὶ ζεύγους πολὺ ἠγαπημένου) Ἄνδρ. ᾽Αdρόϋνο ξεχωρίζει! (ἐπὶ ρᾳδιούργου) Κρήτ. κ.ἀ. || Γνωμ. Μούτε ᾽ς τ᾿ ἀdρόϋνο κακιˬὰ μούτε ’ς τ᾿ ἀδέρφιˬα μάχη (ἡ φιλονικία μεταξὺ ἀνδρογύνου καὶ ἀδελφῶν δὲν διαρκεῖ ἐπὶ πολὺ) αὐτόθ. Ὅντες χωρίζῃ ἀντρόγυνο, καὶ τὰ βουνὰ ραΐζουν (δεινότατον δυστύχημα θεωρεῖται ἡ διάλυσις τοῦ γάμου) ’Αθῆν. Τ᾽ ἀντρογύνου οἱ χαρὲς ὀχτὼ μέρες καὶ λιγάκι (διότι μετὰ ταῦτα ἀρχίζουν αἱ σκέψεις και φροντίδες) ᾽Αθῆν. Συνών. ἀντρογύνι, ἀντρόναικο (ἰδ. ἀντρογυναῖκα 2). 2) Συνοικέσιον Λυκ. (Λιβύσσ.): Αὐτὸ τ’ ἀντρόεννουν πρέπει τὰ τιλειώσῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/