ἀντροκάλεσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντροκάλεσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντροκάλεσμα τό, ἀμάρτ. ἀdροκάλεσμα Κρήτ. ἀdροκάλεμα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄντρας καὶ κάλεσμα.
Σημασιολογία
Μονομαχία ἢ οἱοσδήποτε ἀγών: ᾌσμ. Μὰ ᾿γὼ σπαθὶ δὲ ζώστηκα γιˬὰ νὰ μὲ περιπαίζουν οἱ γέροντες, τὰ θηλυκά, θὰ πὰ’ νὰ πολεμήσω ᾿ς αὐτὸ τὸ αdροκάλεμα κιˬ ἂς γίνῃ ὅ,τι γίνῃ. Ποῦ θέλεις τ’ ἀdροκάλεμα, σὲ ποι͜ὰ μερεˬὰ νὰ γίνῃ; πέ μου καὶ θά ’ρθω μονομιˬᾶς, μία στιγμὴ δὲ μένω. Συνών. ἀντροκάλιˬο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA