ἀντροσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντροσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντροσύνη ἡ, Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 29 ΦΠολίτ. ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 359 - Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀνδροσύνη.

Σημασιολογία

Ἡ ἀνδρότης ἔνθ’ ἀν.: Τὸ μουστάκι του πάλε τὸ καστανό... σοῦ παρουσίαζε ἀντροσύνη καὶ ζεστασιˬὰ Α’Εφταλ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Τοῦ νεˬοῦ ἡ καρδιˬὰ φτεροκοπᾷ, τὰ χείληˬα κλεῖ ἀντροσύνη, βαθε͜ιά ἡ ματιˬὰ του, ἀνέγνωρη σὰν τὸ γαλήνιˬο πόντο ΦΠολίτ. ἔνθ' ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/