ἀντρούκλας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρούκλας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀντρούκλας ὁ, Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. Στερελλ. (Ἄμφ. Κεφαλόβρ.) – LRoussel Crammaire 328 ἀdρούκλας Θρᾴκ. (Κομοτ.) ἄντρουκλας Πελοπν. (Αἴγ.) Ρόδ. ἄdρουκλας Κεφαλλ. ἄντρουκλος Εὔβ. (Κύμ.) ἀντροῦκλος Θρᾴκ. ἀντρίκλας Στερελλ. (᾿Ακαρναν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄντρας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούκλας.

Σημασιολογία

Ἀντρούκλακας, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἦρθεν ὁ δεῑνα, ἕνας ἄντρουκλας ἴσαμ’ ἐκεῖ ’πάνω Αἴγ. Πήγαινε ἕνας ἀντροῦκλος καὶ τὴν καταστεναχωροῦσε Θρᾴκ. Γιˬὰ κοίτα τουν, σουστὸς ἀντρούκλας γί’ κι Ζαγόρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντρακαρᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/