ἀνυδρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνυδρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνυδρίζω, μετοχ. ἀνυδρισμένος Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄνυδρος.

Σημασιολογία

Ἡ μετοχ. ἐπιθετικ., ἄνυδρος, διψαλέος: Ἀνυδρισμένος τόπος. ᾿Ανυδρισμένο χωράφι. || Φρ. μεταφ. ᾿Ανυδρισμένος γιˬὰ γυναῖκα-γιὰ παdρε͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/