ἀνύμφευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνύμφευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνύμφευτος ἐπίθ. ΣΜαρτζώκ. Νέα ποιήμ. 23 ἀνύφευτος Ἤπ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνύμφευτος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ νυμφευθείς, ἄγαμος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. ᾽Εδῶ κοιμᾶτ' ἀφέντης μας τ᾽ ὄμορφο παλληκάρι, τ᾿ ὄμορφο καὶ τ᾿ ἀνύφευτο, μόν’ ἀρραβωνιˬασμένο Ἤπ. - Ποίημ. Ἡ ἀνύμφευτη νυφούλλα | γυρεύει τὸ νυμφίο, δροσιὰ σκορπᾷ τὸ θεῖο | ’ς τὴ μαραμμένη γῆ ΣΜαρτζώκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνέγλυτος 1, ἀνύπαντρος, ἀπάντρευτος. Πβ. ἀγυναίκιστος, ἄναντρη 1, ἀνάντριστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA