ἀνυπάκουος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνυπάκουος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνυπάκουος ἐπίθ. Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Κορινθ. Μεσσ.) Πόντ. (Χαλδ.) - Λεξ. Βλαστ. ἀνυπάκουγος Πόντ. (Χαλδ.) ἀνεπάκουος Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ἀνεπήκουος Κρήτ. –ΙΚονδυλάκ. Πρώτη ἀγάπ. 65 ἀνιπάκουους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπάκουος Βιθυν. ἀπάκουους Μακεδ. (Καστορ.) ἀπάκουγος ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,110 ἀπάκοος Νάξ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ὑπάκουος. Πβ. καὶ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνυπήκοος. Οἱ τύπ. ἀπάκουος ἐκ τοῦ ρ. ἀπακούω (δι’ ὅ ἰδ. ὐπακούω) τοῦ ἀρκτικοῦ α λαβόντος στερητικὴν σημ. δι᾿ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Πβ. ΓΧατζιδ. ἔνθ’ ἀν.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑπακούων, ἀπειθής, παρήκοος ἔνθ’ ἀν.: Τὸ παιδὶ εἶναι ἀνυπάκουο Κεφαλλ. Αὐτὸς εἶναι ἀνυπάκουος ’Αρκαδ. Πολὺ ἀπάκουο γένεται αὐτόνο τὸ παιδὶ Βιθυν. Τὴν ἀφῆκε χήρα μ’ ἓνα παιδὶ ἀνεπήκοο ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν. Ντ’ ἄνυπάκουγον παιδὶν εἶσαι! (ὁ τόνος τοῦ ἀρκτικοῦ α διὰ τὸ ἐρωτηματικὸν ντό - ντ’) Χαλδ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. *ἀνάκοος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/