ἀνύπαντρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνύπαντρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνύπαντρος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνύπαdρος Κύθν. Μέγαρ. Νάξ. (Κινίδ.) κ.ἀ. ἀνύπαντρους βόρ. ἰδιώμ. ἀνύπαdρους Λέσβ. Σάμ κ.ἀ. ἀνύμπαντρος Ἤπ. ἄπαντρος Βιθυν. Κύπρ. ἄπαdρος Κρήτ. ἄπαdρους Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ὕπανδρος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Ἄγαμος, ἀνύμφευτος, ἐπὶ γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν ἔνθ’ ἀν. Ἔχω ἀδερφὴ - κόρη ἀνύπαντρη. Ἔμεινεν ἀνύπαντρος ἢ ἀνύπαντρη κοιν. ᾿Επέμ᾿νεν ἀνύπαντρος Χαλδ. || Παροιμ. Κάτσε, κόρη, ἀνύπαντρη νὰ κάμω γιˬὸ νὰ πάρῃς (ἐπὶ ἀναβολῶν μακρῶν καὶ ματαίων) Πελοπν. - Γνωμ. ᾿Ανύπαντρος προξενητὴς γιˬὰ λόγου του γυρεύει σύνηθ. Κιˬ ὁ ἀνύπαντρος κιˬ ὁ παντρεμένος μένει μετανοημένος Πελοπν. (Λάστ.) || ᾌσμ. Κόρη, κιˬ ἂν εἶσαι ἀνύπαντρη, καλὴ μοῖρα νὰ λάβῃς, καὶ παντρεμένη ἂν εἶσαι σύ, πολλοὺς χρόνους νὰ ζήσῃς ΑΜανούσ. Τραγούδ. 2, 84 Ποι͜ὸς εἶδε ψάρι σὲ βουνὸ κ᾿ ἐλάφι σὲ λιμάνι, ποι͜ός εἶδε κόρη ἀνύπαντρη ’ς τὰ κλέφτικα ντυμένη; ΑΜανούσ. Τραγούδ. 1, 115. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνύμφευτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA