ἀνυπομόνευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνυπομόνευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνυπομόνευτος ἐπίθ. Πελοπν. (Κορινθ.) - Λεξ. Κομ. Δεὲκ Μπριγκ.

Ετυμολογία

ἀνυπομόνευτος ἐπίθ. Πελοπν. (Κορινθ.) - Λεξ. Κομ. Δεὲκ Μπριγκ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων ὑπομονὴν ἔνθ’ ἀν.: Δὲν κάθεσαι νὰ σοῦ βάλω νὰ φάς, τόσο ἀνυπομόνευτος εἶσαι; Κορινθ. Συνών. ἀβάσταχτος 1γ, ἀνυπομόνητος, ἀνυπόμονος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/