ἀνυπομονεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνυπομονεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνυπομονεύω Κρήτ. ’Αθῆν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνυπόμονος.
Σημασιολογία
Εἶμαι ἀνυπόμονος, ἀνυπομονῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA