ἀνυπομονιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνυπομονιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνυπομονιˬὰ ἡ, ΔΣολωμ. 148 - Λεξ. Δεὲκ Μπριγκ. Βλαστ. ἀνυπομονία Δεξ. Κομ. ἀνυπομόνιˬα Ἤπ. - (Νουμᾶς 394, 4).

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνυπόμονος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἀνυπομονησία, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Μιˬὰ ἀνυπομόνιˬα τὸν κυρίεψε (Νουμᾶς ἔνθ' ἀν.) || Ποίημ. Κ᾿ ἔδειχνεν ἀνυπομονιˬὰ γιὰ νά ’μπῃ ᾿ς τὸ κορμί της ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/