ἀνυποφόρετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνυποφόρετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνυποφόρετος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀνυποφόρητος. Πβ. Μ.᾿Ετυμολ. 115, 18 «ἀνύποιστος· ἀνυποφόρητος, ἀνυπομόνητος».

Σημασιολογία

᾿Ανυπόφερτος, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/