ἀνυποψίαστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνυποψίαστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνυποψίαστα ἐπιρρ. ἐνιαχ. ἀνυπόψιˬαστα ΓΨυχάρ. Ζωὴ κι ἀγάπ. 219.
Ετυμολογία
Ἐκ του ἐπιθ. ἀνυποψίαστος.
Σημασιολογία
Χωρὶς ὑποψίαν: Ἀλλάζανε ἀνυπόψιˬαστα οἱ καρδιˬές τους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA