ἀνυποψίαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνυποψίαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνυποψίαστος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Γράμματ. 2, 173 ΣΣκίπη ᾿Απέθαντ. 125 - Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ὑποψιˬαστὸς<ὑποψιˬάζομαι.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑποψιαζόμενός τι ἔνθ’ ἀν.: «Σὲ ἄλλα ἡ ἀνυποψίαστη λογικὴ σκέψι ποῦ γιὰ νὰ οἰκοδομήσῃ παραμερίζει τὰ πάντα, μοῦ θυμίζει κἄποια λόγια ἀπὸ ἕνα μεγάλο στόμα γιὰ τὸ Σαιξπῆρο» ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Κιˬ ὁ νοῦς σας πάντ᾿ ἀνυποψίαστος γιˬὰ κάθε ποῦ ἀπ’ τὰ σύνορά σας ὄξω περνάει τὰ στενοχάραχτα κ’ εἶναι ἕνας κάμπος ἡ καρδιˬά σας ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/